- καλσόν
- τοπλεκτό εφαρμοστό κάλυμμα τών ποδιών και της λεκάνης τών γυναικών που φθάνει ώς τη μέση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Πανταλόνε — Βενετσιάνικο πρόσωπο της Kομέντια ντελ άρτε που αποδίδει τον τύπο ενός γέροντα εμπόρου, συνήθως φιλάργυρου. Αρχικά (αναφέρεται σε κείμενα ήδη προς το τέλος το 16ου αι.) το πρόσωπο ήταν γνωστό και με τη γενική ονομασία Μανίφικο (θαυμάσιος)·… … Dictionary of Greek